- ημιμόνιμος
- -η, -οαυτός που δεν είναι εντελώς μόνιμος, που δεν έχει μόνιμη διάρκεια, που έχει μορφή ή χαρακτήρα προσωρινότητας.επίρρ...ημιμονίμως και ημιμόνιμαόχι εντελώς μόνιμα, προσωρινά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek
ποιμενισμός — ο, Ν φρ. «ποιμενισμός ημιμόνιμος» (κοινων.) όρος που αναφέρεται σε έναν τρόπο ζωής με έκδηλα χαρακτηριστικά την εποχική μετακίνηση τών κοπαδιών και τον συνδυασμό τής γεωργίας και τής κτηνοτροφίας για την εξασφάλιση τών αναγκαίων μέσων συντήρησης … Dictionary of Greek